- ἡμετέρειος
- ἡμετέρειος, ον,= ἡμεδαπός, Anacr.71, Anaxandr.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημετέρειος — ἡμετέρειος, ον (Α) ημεδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, ταρτάρ ειος)] … Dictionary of Greek
ἡμετέρειος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρειον — ἡμετέρειος masc/fem acc sg ἡμετέρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετερείων — ἡμετέρειος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)